- ὁποσάπους
- ὁποσά-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions,A how many feet long . . , Luc.Gall.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποσάπους — ὁποσάπους, ουν (Α) (σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτά πους)] … Dictionary of Greek
ὁποσάπουν — ὁποσάπους how many feet long . . masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek